Μετακόμισε στο Βερολίνο από τη Δεσκάτη Γρεβενών αρχές της δεκαετίας του ‘80 χωρίς να ξέρει καλά-καλά ούτε το «nein» για να κάνει το παιδικό του όνειρο πραγματικότητα και να γίνει ζωγράφος. Σαράντα τρία χρόνια μετά ο Χρήστος Μπουρονίκος επιστρέφει καλλιτεχνικά στη γενέτειρά του, εκθέτοντας 60 έργα του.
Στόχος να δημιουργηθεί η πρώτη μόνιμη συλλογή σύγχρονης τέχνης στην Δεσκάτη Γρεβενών, τηρώντας την υπόσχεση που είχε δώσει στον αείμνηστο Αντώνη Πέτσα (εμβληματική μορφή της τοπικής αυτοδιοίκησης και πρώτος αιρετός Νομάρχης Γρεβενών) ο οποίος και είχε εμπνευστεί την πρωτοβουλία αλλά δεν πρόλαβε να την ολοκληρώσει… Η έκθεση εγκαινιάζεται το Σάββατο στο παλιό πέτρινο δημοτικό σχολείο της Δεσκάτης που δεν λειτουργεί πλέον και θα συστεγάζεται με το ωδείο της πόλης, αποκτώντας η περιοχή ένα ισχυρό διεθνές καλλιτεχνικό αποτύπωμα.
Πρόκειται για μια αναδρομική έκθεση η οποία περιλαμβάνει έργα 40 χρόνων καλλιτεχνικής διαδρομή του Μπουρονίκου από την δεκαετία του ‘80 μέχρι σήμερα. «Κάθε δεκαετία έχει τον χαρακτήρα της. Οπότε δείχνω το Βερολίνο του ‘80 του ‘90 του 2000 και του 2020. Η Δεσκάτη είναι ένας τόπος απομονωμένος με ανθρώπους που έχουν ενδιαφέρον για την τέχνη. Έτσι ξεκίνησε πριν έναν χρόνο και η προσπάθεια από τον Αντώνη Πέτσα να δημιουργηθεί μια μόνιμη συλλογή. Εκτιμώ ότι οι άνθρωποι θα δείξουν ενδιαφέρον όχι για το τι έκανε ο Χρήστος αλλά τι γινόταν στο Βερολίνο και τι γίνεται όλα αυτά τα χρόνια» εξηγεί στο ethnos.gr ο Χρήστος Μπουρονίκος και προσθέτει: «Φιλοδοξώ η έκθεση να ενώσει τους ανθρώπους, αφήνοντας κατά μέρος τις προσωπικές και κομματικές έχθρες που συναντά κανείς στην ελληνική επαρχία. Από την άλλη, παιδιά σχολείων θα έχουν την ευκαιρία μέσω της έκθεσης να πάρουν ερεθίσματα ευρωπαϊκά και να ανοίξει το μυαλό τους».
Μέσα από τα έργα του δεν θέλει να περάσει κάποιο μήνυμα, όπως λέει. «Δίνω ένα ερέθισμα και βάζω ένα ερώτημα στο κοινό, δεν δίνω την απάντηση. Απλά επιθυμώ να μπει ο θεατής σε μια διαδικασία να καταλάβει τι κάνει ο καλλιτέχνης. Να ψάξει μόνος του να ανακαλύψει δικές του πτυχές. Οπότε κάποιο συγκεκριμένο μήνυμα δεν μπορώ να πω ότι βγαίνει από το έργο μου». Επηρεασμένος από τον εξπρεσιονισμό-όχι τον γερμανικό-για τον ίδιο η ζωγραφική σημαίνει δουλειά, δουλειά δουλειά, δουλειά, που δεν σε κουράζει, αλλά σε ευχαριστεί. «Με ιντριγκάρει να ψάχνω καινούργιες ιδέες και να εξελίξω αυτό που κάνω. Και η εξέλιξη δεν έρχεται με λόγια και με θεωρίες. Πρέπει να είσαι πάνω από το έργο κάθε μέρα».
Αντλεί τα βασικά του ερεθίσματα απ΄ όσα συμβαίνουν γύρω μας, χωρίς να θέλει να κάνει μάθημα σε κανέναν, όπως αναφέρει. «Δίνω κάποια στοιχεία κοινωνικά, πολιτικά. Καθημερινά όλοι τα ζούμε και τα βλέπουμε και τα προσπερνάμε με έναν τρόπο όχι όπως το βλέπει ένας καλλιτέχνης. Προσπαθώ να δώσω στίγματα. Δεν σχολιάζω κάτι που έγινε χθες. Σχολιάζω κάτι που όντως υπήρξε αλλά το ξαναθυμίζω με έναν τρόπο αστικό. Μπορεί να είναι και μια φόρμα και ένα οποιοδήποτε υλικό».
«Δεν αισθάνθηκα ποτέ ως μετανάστης στο Βερολίνο»
Έχοντας αποτύχει να μπει στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, κατέθεσε φάκελο στη Σχολή Καλών τεχνών του Βερολίνου (Hoch-schule der Kunste) όπου και έγινε δεκτός. Βρέθηκε στο Βερολίνο σε μια περίοδο που έπαιρνε τα πάνω του ως πόλη τέχνης. «Δεν αισθάνθηκα ποτέ σαν μετανάστης στο Βερολίνο. Δεν είχα ποτέ πρόβλημα ούτε ως άνθρωπος, ούτε ως καλλιτέχνης. Η κοινωνία με δέχθηκε όπως είμαι, με στήριξε και με στηρίζει. «Έζησα το Βερολίνο μέσα στο τείχος, μέσα στην απομόνωση, την ένταση και από την άλλη πλευρά την δημιουργικότητα. Η ατμόσφαιρα του Βερολίνου, λόγου και του τείχους ήταν μια ατμόσφαιρα που δεν την συναντάς και σε άλλες πόλεις ακόμη και σήμερα. Το Βερολίνο δεν είναι Γερμανία. Είναι μια αυτόνομη πόλη. Μου έφτιαξε και το χαρακτήρα σαν άνθρωπο και σαν καλλιτέχνη και μου άνοιξε τα μάτια αυτή η πόλη. Ευτυχώς που δεν πέρασα εδώ». Ακόμη και σήμερα, όπως παρατηρεί, έχουν μείνει κατάλοιπα από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. «Υπάρχει ακόμη ένα μέρος του τείχους και μια κατάσταση που ακόμα δεν έχει εξομαλυνθεί. Εμείς οι Δυτικοβερολινέζοι λέμε, οι ανατολικογερμανοί…».
«Ακούω που λένε ΄έχει κάποιος ταλέντο΄. Χωρίς δουλειά δεν υπάρχει ταλέντο»
Ο Μπουρονίκος ζει με τα έργα του έχοντας μετατρέψει το σπίτι του στο Βερολίνο σε ατελιέ. «Είμαι όλη μέρα με τα έργα μου. Βλέπω αυτά που έχω δίπλα μου και αρχίζω το διόρθωμα, το ξήλωμα, το φτιάξιμο, μου έρχονται καινούργιες ιδέες. Κάνω πειράματα, χρησιμοποιώ ό,τι υλικό προσφέρει κάτι. Δεν υπολογίζω το αστικό κόστος Το χρώμα, η ένταση δεν με απασχόλησε ποτέ, η εφαρμογή, η χρωματογφραφία. Δεν μου άφησε κενά το Βερολίνο. Για αυτό και δεν είχα και πρόβλημα να κάνω πειράματα. Γιατί αυτή πόλη είναι έτσι. Από το πιο ροζ μέχρι το ποιο φωσφοριζέ».
Σχολιάζοντας την σημερινή κατάσταση στην τέχνη εκτιμά ότι αυτή η εποχή είναι πάρα πολύ δύσκολη. «Λυπάμαι τους νέους καλλιτέχνες. Χρειάζονται γερά νεύρα, πολύ υπομονή και πρέπει να χουν τύχη. Ακούω που λένε ΄έχει κάποιος ταλέντο΄. Χωρίς δουλειά δεν υπάρχει ταλέντο».
Τονίζει παράλληλα ότι έχει αλλάξει ο διακίνησης των έργων. «Το να πουλήσεις είναι πάρα πολύ δύσκολο σήμερα. Εννοώ ότι δεν φτάνει να έχεις φτιάξει ένα καλό έργο. Το θέμα είναι ο τρόπος που αυτό διακινείται. Θέλει φοβερή τύχη. Και πλέον εμπλέκονται οι γκαλερίστες, οι θεωρητικοί τέχνης που αυτοί κάνουν πλέον τον καλλιτέχνη, οι curators. Είναι πολύ καινούργια πράγματα αυτά. Την δεακετία του ’80 και του ’90 ήταν πιο ανθρώπινες οι σχέσεις».
Αναφερόμενος στη στάση της Γερμανίας απέναντι στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κρίσης και την σκληρή κριτική που άσκησε η ελληνική κοινωνία τονίζει ότι η κριτική ήταν υπερβολική και σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει μαύρο ή άσπρο.
Το έργο
Το εικαστικό έργο του Χρήστου Μπουρονίκου που μετρά ως σήμερα τέσσερις δεκαετίες δύσκολα μπορεί να κατηγοριοποιηθεί, έχοντας εξ’ αρχής δραπετεύσει από στενά. όρια κάθε είδους. Τα υλικά του φέρουν συχνά τα ίδια το ‘βάρος’ της ιστορικής τους καταγωγής και σημασίας στην ανθρώπινη ζωή και εξέλιξη (κάρβουνο, αλουμίνιο, χαλκός, γραφίτης κ.α), καταδεικνύοντας και ενισχύοντας την παραστατική και συμβολική τους υπόσταση με τρόπο άμεσο, ταυτόχρονα διανοητικό και ενστικτώδη σύνθεσης. Στο συνολικό έργο του Χρήστου. Μπουρονίκου το ελεύθερο και απεριόριστο παιχνίδι των σχημάτων και των χρωμάτων, η πολυμορφία των υλικών και μέσων, η πολυσημία των ερμηνειών αναδεικνύουν τη μοναδικότητα της πολλαπλότητας.